θες
Смотреть что такое "θες" в других словарях:
θές — τίθημι p aor imperat act 2nd sg τίθημι p aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… … Wikipédia en Français
Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… … Dictionary of Greek
μελιγαθές — μελιγαθής honey sweet masc/fem voc sg μελιγαθής honey sweet neut nom/voc/acc sg μελιγᾱθές , μελιγηθής masc/fem voc sg μελιγᾱθές , μελιγηθής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβριθές — ἀβρῑθές , ἀβριθής of no weight masc/fem voc sg ἀβρῑθές , ἀβριθής of no weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαθές — ἀλᾱθές , ἀληθής unconcealed masc/fem voc sg (doric) ἀλᾱθές , ἀληθής unconcealed neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβριθές — ἐμβρῑθές , ἐμβριθής weighty masc/fem voc sg ἐμβρῑθές , ἐμβριθής weighty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβριθές — ἐπιβρῑθές , ἐπιβριθής falling heavy upon masc/fem voc sg ἐπιβρῑθές , ἐπιβριθής falling heavy upon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)